κιγχονίνη

κιγχονίνη
η
χημ. κύριο αλκαλοειδές που απαντά μαζί με την κινίνη στον φλοιό τής κιγχόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cinchonine < cinchon- (πρβλ. κιγχόνη) + -ine (< λατ. -inus). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κιγχόνη — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ερυθροδανώδη, γνωστό και ως κίνα, με σαράντα περίπου είδη ιθαγενή τών Άνδεων τής Νότιας Αμερικής, από τον φλοιό τών οποίων εξάγονται μεταξύ άλλων τα αλκαλοειδή κινίνη, κιγχονίνη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”