- κιγχονίνη
- ηχημ. κύριο αλκαλοειδές που απαντά μαζί με την κινίνη στον φλοιό τής κιγχόνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cinchonine < cinchon- (πρβλ. κιγχόνη) + -ine (< λατ. -inus). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.